- προσωπούττα
- ἡ, Α(συνηρ. τ. τού προσωπόεσσα) αγγείο με πρόσωπο («προσωποῡτταΠολέμων ἀγγεῑον χαλκοῡν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -οῦττα (πρβλ. μελιτ-οῦττα), βλ. λ. -όεις].
Dictionary of Greek. 2013.